- καταστροφέας
- ο (Α καταστροφεύς) [καταστροφή]αυτός που καταστρέφει, ο πρόξενος καταστροφής, ο εξολοθρευτήςαρχ.πάπ. αυτός που καταστρέφει το δικό του έργο, αδέξιος τεχνίτης, ατζαμής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταστροφέας — ο αυτός που καταστρέφει: Ο παίχτης αυτός είναι καταστροφέας του ομαδικού παιχνιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εχθρολέτης — ἐχθρολέτης, ὁ (Μ) ο καταστροφέας τών εχθρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ολέτης «καταστροφέας» (< όλλυμι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek
ιππολέτας — ἱππολέτας, ὁ (Α) καταστροφέας τών ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ὀλέτας «καταστροφέας» (< ὄλλυμι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Τυρρηνολέτης — ου, ὁ, Α καταστροφέας τών Τυρρηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνός + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] … Dictionary of Greek
αινολέτης — αἰνολέτης, ο (Α) φοβερός καταστροφέας, σκληρός εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
αμαξοκυλιστής — ἁμαξοκυλιστής, ο (Α) 1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών 2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί όνομα μεγαρικής οικογένειας.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + *κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»] … Dictionary of Greek
αναστάτης — ἀναστάτης, ο (Α) [ανίστημι] ο καταστροφέας … Dictionary of Greek
απολυμαντήρας — ο (Α ἀπολυμαντήρ) νεοελλ. συσκευή απολύμανσης αρχ. καταστροφέας, εξολοθρευτής … Dictionary of Greek
αφανιστής — ο (AM ἀφανιστής) [αφανίζω] καταστροφέας, εξολοθρευτής … Dictionary of Greek